Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ: ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Η Συμφωνία του Παρισιού αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Υιοθετήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2015 κατά την 21η Διάσκεψη των Μερών (COP21) της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Νοεμβρίου 2016. Η συμφωνία αυτή είναι η πρώτη καθολική και νομικά δεσμευτική παγκόσμια συμφωνία για το κλίμα, με στόχο τον περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας αρκετά κάτω από τους 2°C σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, και την επιδίωξη περιορισμού της αύξησης στους 1,5°C.
Κύριοι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού:
Περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας: Διατήρηση της αύξησης της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας αρκετά κάτω από τους 2°C, με προσπάθειες για περιορισμό στους 1,5°C, ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου: Επίτευξη της παγκόσμιας κορύφωσης των εκπομπών το συντομότερο δυνατό και ταχεία μείωση στη συνέχεια, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ εκπομπών και απορροφήσεων στο δεύτερο μισό του 21ου αιώνα.
Ενίσχυση της ικανότητας προσαρμογής: Βελτίωση της ικανότητας των χωρών να προσαρμοστούν στις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και προώθηση της ανθεκτικότητας του κλίματος.
Χρηματοδότηση και υποστήριξη: Παροχή οικονομικής και τεχνολογικής υποστήριξης προς τις αναπτυσσόμενες χώρες για την υλοποίηση δράσεων μετριασμού και προσαρμογής.
Η Συμφωνία του Παρισιού βασίζεται σε εθνικά καθορισμένες συνεισφορές (NDCs), όπου κάθε χώρα υποβάλλει τα δικά της σχέδια και δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπομπών και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Αυτές οι συνεισφορές αναθεωρούνται κάθε πέντε χρόνια, με στόχο την αύξηση της φιλοδοξίας και της αποτελεσματικότητας των μέτρων. Η συμφωνία θεσπίζει επίσης ένα ισχυρό σύστημα διαφάνειας και λογοδοσίας, το οποίο περιλαμβάνει την τακτική υποβολή εκθέσεων από τις χώρες σχετικά με τις εκπομπές τους και την πρόοδο στην υλοποίηση των δεσμεύσεών τους.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ / ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Η απόφαση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Συμφωνία του Παρισιού έχει σημαντικές παγκόσμιες επιπτώσεις. Ως η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η αποχώρηση των ΗΠΑ αποδυναμώνει τις διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και μπορεί να ενθαρρύνει άλλες χώρες να μειώσουν τις δεσμεύσεις τους. Επιπλέον, η απουσία των ΗΠΑ αφήνει κενό ηγεσίας, το οποίο ενδέχεται να καλυφθεί από άλλες χώρες, όπως η Κίνα. Η αποχώρηση μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την παγκόσμια οικονομία, ιδιαίτερα στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των καθαρών τεχνολογιών, καθώς και να επιδεινώσει τις περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, καθώς μειώνεται η πίεση για υιοθέτηση αυστηρών περιβαλλοντικών πολιτικών. Αυτό μπορεί να επιδεινώσει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι ακραίες καιρικές συνθήκες και η απώλεια βιοποικιλότητας, επηρεάζοντας αρνητικά τις ευάλωτες κοινότητες παγκοσμίως.
Η αποχώρηση των ΗΠΑ μπορεί να δυσχεράνει τη διεθνή συνεργασία σε θέματα κλιματικής αλλαγής, καθώς μειώνεται η εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών. Η έλλειψη συντονισμένης δράσης μπορεί να καθυστερήσει την εφαρμογή κρίσιμων μέτρων για τον μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αυξάνοντας το κόστος και τις προκλήσεις για τις μελλοντικές γενιές.
Συνολικά, η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού αποτελεί σημαντική πρόκληση για την παγκόσμια κοινότητα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ανανεωμένη δέσμευση και συνεργασία στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η επιτυχής εφαρμογή της Συμφωνίας απαιτεί συνεχή συνεργασία, φιλοδοξία και δράση από όλες τις χώρες και τους εμπλεκόμενους φορείς.